- προμικκ(ιχ)ιδδόμενος
- και προμικιζόμενος, ὁ, Α(στη Σπάρτη) παιδί στο δεύτερο έτος τής ηλικίας του.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μικίζομαι «είμαι σε ηλικία τριών ετών» / μικκιχίδδομαι «είμαι μικρό παιδί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.